- γλυφός
- -ή, -όαυτός που έχει υφάλμυρη γεύση: Διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό (Σεφέρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυφός — ή, ό αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *βλυχός, με τροπή τού β σε γ και ανομοιωτική τροπή του χ σε φ ] … Dictionary of Greek
γλυφαίνω — [γλυφός] 1. κάνω κάτι γλυφό 2. είμαι ή γίνομαι γλυφός, υφάλμυρος … Dictionary of Greek
γλυφίζω — [γλυφός] (για νερό) έχω ελαφρώς υφάλμυρη γεύση … Dictionary of Greek
ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ιερογλύφος — ο (Α ἱερογλύφος) αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύφος, σμιλι γλύφος] … Dictionary of Greek
καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδαμογλύφος — καρδαμογλύφος, ὁ (Α) αυτός που σχίζει, που χωρίζει στη μέση το κάρδαμο, φιλάργυρος, τσιγκούνης, ξηνταβελόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ, αγαλματο γλύφος, λιθο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek